- χειρίστως
- Αεπίρρ. βλ. χείριστος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χειρίστως — χείριστος adverbial χείριστος masc acc pl (doric) χείρων mcaner adverbial χείρων mcaner masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χείριστος — η, ο / χείριστος, ίστη, ον, ΝΜΑ πάρα πολύ κακός, πολύ κακής ποιότητας (α. «διαγωγή χείριστη» β. «ὁ χείριστος τῶν ἀνθρώπων», Ξεν.) αρχ. (το ουδ. αιτ. πληθ. ως επίρρ.) χείριστα με χείριστο τρόπο. επίρρ... χείριστα / χειρίστως, ΝΜΑ πάρα πολύ κακά.… … Dictionary of Greek